θόρυβος — noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… … Dictionary of Greek
θορύβοις — θόρυβος noise masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβοισι — θόρυβος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβου — θόρυβος noise masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβους — θόρυβος noise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβοι — θόρυβος noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρυβον — θόρυβος noise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)